Η φορολογική πολιτική ως βασικός άξονας στη διαχείριση του δημογραφικού προβλήματος της χώρας

Xarokopeio_event_734616093Εισήγηση του κ. Γιάννη Σιάτρα (*) στην ημερίδα με θέμα “Ο Αφορολόγητος Οικογενειακός Προϋπολογισμός” που έγινε στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο την 21/11/2015 και η οποία διοργανώθηκε από την Ένωση Φορολογουμένων Ελλάδας, το Τμήμα Οικιακής Οικονομίας και Οικολογίας και το Σύλλογο Αποφοίτων του Τμήματος.

Το δημογραφικό, είναι σήμερα το μεγαλύτερο από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα. Και αυτό, επειδή η εξέλιξή του, επιδρά άμεσα και καταλυτικά στους παράγοντες που συνθέτουν τη σημερινή χρηματοοικονομική κρίση της χώρας. Επιδρά στο ασφαλιστικό (ασφαλιστικές εισφορές και δαπάνες), στα δημόσια έσοδα, την οικονομία και τη συνολική διαμόρφωση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, ενώ έχει παράπλευρες επιδράσεις σε πολλούς ακόμη τομείς, με κυριότερους την Παιδεία και την εθνική άμυνα.

Το πρόβλημα όμως με το δημογραφικό είναι ότι, αυτό, είναι ένα πρόβλημα μακράς διάρκειας. Εμφανίζεται μετά από ανισορροπίες δεκαετιών, ενώ η επίλυσή του απαιτεί προσεκτικό σχεδιασμό και γενναίες αποφάσεις που θα πρέπει να ληφθούν επίσης μερικές δεκαετίες πριν από την εμφάνιση των πρώτων αποτελεσμάτων. Από την άλλη πλευρά, αν τα μέτρα δε ληφθούν άμεσα ή εάν αυτά δεν είναι επαρκή και ικανά για την επίλυση του προβλήματος, όσο προχωρεί ο χρόνος, το πρόβλημα γίνεται πολυπλοκότερο, οξύτερο και δυσεπίλυτο, αφού στις επιμέρους ειδικές και ιστορικές αποχρώσεις του προστίθενται συνεχώς νέες, προερχόμενες από τις εξελίξεις που σημειώνονται τόσο στο εσωτερικό όσο και στο ευρύτερο (ευρωπαϊκό και οικουμενικό) περιβάλλον.

Θα προσπαθήσω να κάνω μία σύντομη παρουσίαση του δημογραφικού προβλήματος στην Ελλάδα, έτσι ώστε να μπορέσουμε όλοι να δούμε τις διαστάσεις του και τις εφιαλτικές προεκτάσεις του, ώστε να αντιληφθούμε την αναγκαιότητα της λήψης άμεσων μέτρων.

Η δημογραφική κατάσταση στην Ελλάδα σήμερα

Το 2011, με βάση την τελευταία απογραφή, ο πληθυσμός της Ελλάδας ανήλθε σε 10.815.197 άτομα. Δέκα χρόνια νωρίτερα, στην απογραφή του 2001, ο πληθυσμός είχε μετρηθεί σε 10.964.020 άτομα. Πρόκειται για την πρώτη μείωση που καταγράφεται στον ελληνικό πληθυσμό από τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους. Μάλιστα, θα πρέπει να έχουμε υπ’ όψη μας ότι η πραγματική μείωση είναι ακόμη μεγαλύτερη αφού, το 2011 υπολογίζεται ότι στη χώρα καταμετρήθηκαν περίπου 680.000 άτομα μη ελληνικής υπηκοότητας, ενώ το 2001, η κατηγορία αυτή του πληθυσμού αριθμούσε σε 580.000 άτομα.

Με βάση τα στοιχεία του 2014, ο πληθυσμός στη χώρα μειώνεται με ρυθμό μεταξύ του 0,5% και του 0,6% κατ’ έτος (στοιχεία της παγκόσμιας τράπεζας). Το μέγεθος αυτό κατατάσσει τη χώρα μας στην 6η θέση παγκοσμίως, μεταξύ των χωρών με τον υψηλότερο βαθμό συρρίκνωσης του πληθυσμού κατά την τελευταία 3ετία.

 Ο Συνολικός Δείκτης Γονιμότητας (Total Fertility Rate) αποτυπώνει την αναλογία αριθμού παιδιών ανά γυναίκα, δηλαδή, πόσα κατά μέσο όρο παιδιά γεννά μία γυναίκα κατά τη διάρκεια της ζωής της. Σημειώνεται ότι για την απλή ανανέωση του πληθυσμού, δηλαδή για την παραμονή του στα ίδια επίπεδα, απαιτείται ένας δείκτης 2,10. Ο δείκτης γονιμότητας, υποχώρησε στην Ελλάδα καθ’ όλη τη μεταπολεμική περίοδο, αλλά μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1960 βρισκόταν στο 2,60. Υποχώρησε σημαντικά καθ’ όλη την περίοδο 1980-2000 και βρέθηκε στο χαμηλότερο σημείο του, στο 1,29, το έτος 1999. Κατά τη δεκαετία του 2000 αυξήθηκε έως και το 1,51, ενώ άρχισε και πάλι να υποχωρεί από το 2010. Σήμερα υπολογίζεται ότι βρίσκεται κοντά στο 1,30. Η διαφορά αυτή, σε σχέση με το 2,00 του δείκτη κατά το 1980, σημαίνει ότι στην Ελλάδα γεννιούνται περίπου 35.000 παιδιά λιγότερα το χρόνο, ή περίπου 350.000 λιγότερα παιδιά σε μία δεκαετία, ή 1.100.000 λιγότερα παιδιά κατά τη διάρκεια μίας γενιάς. Αντιλαμβανόμαστε βέβαια τη σημασία των αριθμών αυτών για ένα Κράτος του οποίου ο συνολικός (γηγενής και μη) πληθυσμός αριθμεί σήμερα περίπου 10.700.000 κατοίκους.

Συγκριτικά δημογραφικά στοιχεία

Το 1960, ο πληθυσμός της Ελλάδας έφθανε στα 8,3 εκατομμύρια και της Τουρκίας στα 27,1 εκατομμύρια. Δηλαδή, η αναλογία ήταν 1:3,3 (ας σημειωθεί ότι στις αρχές του 20ου αιώνα, συμπεριλαμβανομένων και των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η αναλογία αυτή έφθανε περίπου στο 1:2,6). Σήμερα ο πληθυσμός της Ελλάδας φθάνει στα 10,9 εκατομμύρια (με τάση μείωσης πλέον) ενώ ο πληθυσμός της Τουρκίας έχει εκτοξευθεί στα 76,7 εκατομμύρια και αυξάνεται με ποσοστό 1,2% το χρόνο (σχέση 1:7,03). Ο “μέσος” Έλληνας έχει ηλικία 43,5 ετών και ο “μέσος” Τούρκος μόλις 28 ετών.

Η Ελλάδα του μέλλοντος

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το 2060, ο πληθυσμός της Ελλάδας προβλέπεται ότι θα φθάνει στα 8,6 εκατομμύρια, το 2070 στα 8,1 εκατομμύρια και το 2080 μόλις στα 7,7 εκατομμύρια. Για την Τουρκία, προβλέπεται ότι η αύξηση του πληθυσμού θα κορυφωθεί το έτος 2050, κοντά στα 94 εκατομμύρια, ενώ το 2080 θα βρίσκεται κοντά στα 88 εκατομμύρια (σχέση 1:11,4). Τα στοιχεία αυτά τρομάζουν και δείχνουν το μέγεθος της ανισορροπίας, αλλά και της απειλής που δημιουργείται σε βάρος της χώρας μας σε γεωπολιτικό επίπεδο.

Το έτος 2050, δηλαδή όταν θα συνταξιοδοτείται ένας νέος που εισέρχεται σήμερα στην εργασία, το ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού με ηλικία 65 ετών και άνω, θα φθάνει στο 33,9%, σε σχέση με το 20,5% που είναι σήμερα. Αυτές οι 13,5 ποσοστιαίες μονάδες, θα σημαίνουν περισσότερα 1.230.000 άτομα άνω των 65 ετών, σε σχέση με σήμερα!

Και τί θα γίνεται στις νεότερες ηλικίες; Και εκεί, η κατάσταση είναι εξίσου δραματική. Κατά το έτος 2050, στις ηλικίες 0-14 ετών θα ανήκει μόλις το 12,9% του πληθυσμού, ενώ το 1961 ανήκε το 27,2%. Παράλληλα, επίσης 12,9% θα είναι και οι Έλληνες με ηλικία άνω των 80 ετών!

Με βάση τα στοιχεία αυτά, μπορούμε να φανταστούμε ποιά μπορεί να είναι η εξέλιξη του ασφαλιστικού μας συστήματος; Πιστεύει άραγε κάποιος ότι υπάρχει τρόπος να επιβιώσει; Πολύ  περισσότερο δε όταν σήμερα αρνούμαστε να δούμε την κρίση που έρχεται και που μαχόμαστε ώστε να διατηρήσουμε τη δυνατότητα να παίρνει κάποιος σύνταξη σε ηλικία 50 ετών; Βεβαίως, η συνειδητοποίηση του δεινού μέλλοντος, είναι ένας από τους παράγοντες που οδηγούν σήμερα στην πλήρη ανατροπή του υπάρχοντος μέχρι σήμερα ασφαλιστικού συστήματος. Όμως, όλες αυτές οι αλλαγές έρχονται πολύ αργά και καταλήγουν σήμερα να προκαλούν τεράστιες αδικίες και προβλήματα στους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους.

Θα πρέπει πάντα να θυμόμαστε πως, είτε ως άτομα, είτε ως κοινωνία, είμαστε το αποτέλεσμα των επιλογών μας. Οι επιλογές του παρελθόντος μας έφεραν στη σημερινή -δυσχερέστατη- κατάσταση. Και οι επιλογές μας σήμερα, τείνουν να διαμορφώσουν την εφιαλτική κατάσταση των επομένων δεκαετιών.

Πού οφείλεται η υπογεννητικότητα στην Ελλάδα;

Τα αίτια της υπογεννητικότητας είναι πολλά. Και συνήθως, μοιάζουν μεταξύ τους από χώρα σε χώρα. Για τις ανάγκες της παρούσας εξέτασης θα μπορούσαμε να τα κατατάξουμε σε οικονομικά και σε μη οικονομικά αίτια. Έτσι, θα μπορούσαμε να κάνουμε και ένα διαχωρισμό μεταξύ των αιτίων που μπορούν ή που δε μπορούν να μεταβληθούν από την οικονομική πολιτική ενός κράτους.

Κατ’ αρχάς, ας δούμε τα μη οικονομικά αίτια, που κυρίως είναι αυτά τα οποία δύσκολα μπορεί να μεταβάλλει -τουλάχιστον άμεσα- η κρατική οικονομική πολιτική.

Οι βιολόγοι υποστηρίζουν ότι, όταν σε ένα πληθυσμό ζώων υπάρχει επαρκής τροφή, τότε ο πληθυσμός αυτός πολλαπλασιάζεται. Και εάν η ποσότητα της τροφής αυξάνεται, τότε ο πληθυσμός των ζώων αυξάνεται με διαρκώς μεγαλύτερη ταχύτητα.
Αυτό πίστευε και ο Thomas Malthus, όταν το 1798 δημοσίευε το βιβλίο του “Essay on the Principle of Population” (“Δοκίμιο γύρω από τις βασικές αρχές του πληθυσμού”). Όμως, την ίδια περίπου εποχή, στη Μεγάλη Βρετανία, ξεκινούσε μία από τις πιο σημαντικές χρονικές περιόδους για τη σύγχρονη ανθρωπότητα, που έμελλε να διαψεύσει τον Thomas Malthus, να ανατρέψει το παραπάνω αξίωμα της βιολογίας και σταδιακά να αλλάξει την όψη της γης. Πρόκειται βέβαια για τη βιομηχανική επανάσταση.

Κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν, αποδείχθηκε ότι, όσο αυξάνεται το εισόδημα (και συνεπώς και η τροφή) σε μία ανθρώπινη κοινωνία ο πληθυσμός έχει την τάση να μειώνεται!

Σήμερα είναι εύκολο να αντιληφθούμε γιατί συμβαίνει αυτό. Η αύξηση του εισοδήματος (και της τροφής), κατ’ αρχάς σημαίνει τη μεταβολή των συνθηκών παραγωγής σε μία συγκεκριμένη οικονομία. Αυτή παύει να είναι γεωργική (όπου η ύπαρξη πολλών εργατικών χεριών και μελών μίας οικογένειας είναι απαραίτητη), εξελίσσεται αρχικά σε βιομηχανική, ενώ στη συνέχεια αυξάνεται σημαντικά η συμβολή και η παραγωγή του τομέα των υπηρεσιών. Η αύξηση του εισοδήματος (στο οποίο οι δαπάνες για τροφή αποτελούν όλο και μικρότερο μέρος του), συνοδεύεται και με άλλες αλλαγές στο κοινωνικό περιβάλλον και τον ίδιο τον άνθρωπο: μικρότερη θνησιμότητα, είσοδο της γυναίκας στην αγορά εργασίας, μείωση του ελεύθερου χρόνου (και συνεπώς και του χρόνου για την ανατροφή των παιδιών), επιθυμία για διάθεση περισσότερου χρόνου στον εαυτό μας κλπ.

Με βάση την παραπάνω οπτική, θα πρέπει να δεχθούμε ότι, δε μπορούμε να επαναφέρουμε το δείκτη γονιμότητας στα προπολεμικά επίπεδα, όταν αυτός ξεπερνούσε το 3,0 ή ακόμη και το 3,5 παλαιότερα. Ο πρώτος στόχος θα πρέπει να είναι η αναπλήρωση του πληθυσμού, κάτι από το οποίο -όπως είδαμε- απέχουμε πάρα πολύ.

Ας δούμε τώρα τα οικονομικά αίτια που επιδρούν στην υπογεννητικότητα στην Ελλάδα και τα οποία είναι αυτά που μπορεί να διορθώσει μία κατάλληλη πολιτική. Τα αίτια αυτά έχουν να κάνουν με την οικονομική αδυναμία ενός όλο και μεγαλύτερου αριθμού ελλήνων να αναθρέψουν ένα παιδί, ή ένα ακόμη παιδί, αλλά και με την ανεπάρκεια των κοινωνικών παροχών που, στις συνθήκες της σημερινής οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας είναι απαραίτητες για να υποβοηθήσουν την οικογένεια στην ανατροφή ενός παιδιού. Παράλληλα έχουν να κάνουν με την αβεβαιότητα για τις εξελίξεις στην κοινωνία και την οικονομία, πλέον όχι μόνον για το προσεχές μέλλον, αλλά ακόμη και για το απώτερο. Δηλαδή, η αβεβαιότητα για το ποιά θα είναι η εξέλιξη του Κράτους και της κοινωνίας μας, επεκτείνεται πλέον, όχι σε βάθος μερικών μηνών ή ετών, αλλά σε βάθος δεκαετιών.

Στα πλαίσια αυτής της πραγματικότητας θα πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι, οι ελληνίδες και οι έλληνες γεννούν σήμερα τα περισσότερα παιδιά τους κατά τη διάρκεια της 4ης δεκαετίας της ζωής τους, δηλαδή όταν βρίσκονται μεταξύ 30 και 40 ετών. Όμως, στις ηλικίες αυτές, η ανεργία σήμερα υπερβαίνει το 30%.

Πολιτικές που μπορούν να μεταβάλουν την τάση

Όπως αναφέρθηκε, μία κατηγορία πολιτικών που θα μπορούσαν να συμβάλλουν προς την κατεύθυνση της βελτίωσης του δημογραφικού προβλήματος είναι η κοινωνική προστασία και πρόνοια. Όμως, αυτή η κατηγορία δράσεων πολιτικής είναι έξω από τη σημερινή εξέταση.

Ας επικεντρωθούμε στο χώρο της φορολογικής πολιτικής. Τί μπορεί να γίνει; Οι λύσεις είναι απλές και συγκεκριμένες. Επιγραμματικά θα μπορούσαμε να τις κατατάξουμε σε δύο κατηγορίες: α) Προσαρμογές στο αφορολόγητο όριο ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε οικογένειας (συνεπώς, έμμεσα κίνητρα για την αύξηση του αριθμού των μελών των οικογενειών. β) Μείωση του φόρου, ανάλογα με τον αριθμό των μελών των οικογενειών.

Οι διαφορές μεταξύ των δύο παραπάνω κατηγοριών είναι περισσότερο τεχνικές. Και γι’ αυτό, για τους περισσότερους φορολογούμενους το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: Μείωση της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης και βελτίωση του διαθέσιμου εισοδήματος, ώστε να επαρκεί (κατά το δυνατό) για την κάλυψη των αυξημένων δαπανών της οικογένειας.

Η οικονομική θεωρία και η λογική συγκλίνουν στο ότι, για τη μεταβολή της δημογραφικής συρρίκνωσης σε μία χώρα όπου το διαθέσιμο εισόδημα έχει, κατά τα τελευταία έτη, μειωθεί δραματικά, θα πρέπει οπωσδήποτε να υπάρξουν οικονομικά κίνητρα, αλλά και βελτίωση των κοινωνικών δομών που ενισχύουν τη μητέρα και τη λειτουργία της οικογένειας γενικότερα.

Ένα από τα πλέον πετυχημένα παραδείγματα χώρας που, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 20 ετών, βελτίωσε την εξέλιξη των δημογραφικών της μεγεθών, είναι η Γαλλία, η οποία είδε το δείκτη γονιμότητας το 1995 να φθάνει στο 1,50 και τον πληθυσμό της να συρρικνώνεται. Σήμερα ο δείκτης γονιμότητας στη Γαλλία βρίσκεται κοντά στο 2,05 (ο υψηλότερος στην Ευρωζώνη), ενώ είχε φθάσει και μέχρι το 2,12 κατά το 2010.

Δύο από τις πολιτικές που βοήθησαν σ’ αυτή τη βελτίωση είναι: α) Η ανάπτυξη της κοινωνικής προστασίας της οικογένειας (περισσότεροι παιδικοί σταθμοί, η λειτουργία των οποίων προσαρμόστηκε στις πραγματικές ανάγκες των οικογενειών, καλύτερη οικογενειακή ιατρική φροντίδα, υποστήριξη της εργαζόμενης μητέρας αλλά και του πατέρα κλπ). β) Μεταβολή στον τρόπο υπολογισμού του οικογενειακού εισοδήματος, με τρόπο ώστε να αυξάνεται το αφορολόγητο όριο με κάθε παιδί της οικογένειας.

Για παράδειγμα, ένας άγαμος φορολογούμενος έχει αφορολόγητο όριο ίσο προς 5.875 ευρώ. Σε μία οικογένεια με δύο ενήλικες, το όριο διπλασιάζεται. Εάν υπάρξει ένα παιδί, τότε το όριο αυξάνεται κατά 50% του ορίου ενός ενήλικα. Με δύο παιδιά, αυξάνεται κατά το 100% του ορίου ενός ενήλικα. Με τρία παιδιά, κατά 200% του ορίου ενός ενήλικα. Παράλληλα όμως, με κάθε παιδί το συνολικό φορολογητέο εισόδημα, πέφτει μία κατηγορία στην κλίμακα των φορολογικών συντελεστών.

Έτσι, αν δύο άτομα με 25000 ευρώ εισόδημα ο κάθε ένας παντρευτούν, δεν έχουν καμία φορολογική επίπτωση. Και πληρώνουν συνολικό φόρο ίσο προς 4.360 ευρώ. Αν κάνουν ένα παιδί, ο φόρος υποχωρεί στα 3.701 ευρώ. Με δύο παιδιά στα 2.957 και με τρία στα 1.721 ευρώ.

Αν στο παραπάνω παράδειγμα ένας από τους συζύγους δεν εργάζεται και το συνολικό οικογενειακό εισόδημα παραμένει στις 25000 ευρώ, τότε, ενώ ο άγαμος πληρώνει φόρο 2,180 ευρώ, με δύο παιδιά θα πληρώνει φόρο 405 ευρώ και με τρία παιδιά μόλις 82 ευρώ.

Θα πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι, το ποσό των 50.000 ευρώ για δύο εργαζόμενους στη Γαλλία θεωρείται σχετικό χαμηλό. Σοβαρότερη επίπτωση υπάρχει στα ανώτερα εισοδήματα, όπου παίζει ρόλο η διαφορά του φορολογικού κλιμακίου. Δηλαδή, ενώ για έναν άγαμο το ποσό των 100.000 βρίσκεται στο κλιμάκιο του 41%, για ένα ζεύγος με τρία παιδιά, το ποσό των 100.000 ευρώ βρίσκεται στην κλίμακα του 14%.

Μάλιστα, ένα άτεκνο ζεύγος εισέρχεται στον ανώτατο φορολογικό συντελεστή του 41% στο ποσό των 139.556 ευρώ, για ένα ζεύγος με τρία παιδιά, για να φθάσει στον ανώτατο φορολογικό συντελεστή, θα πρέπει να έχει εισόδημα 279.132 ευρώ.

Στην Ελλάδα, η φορολογία εισοδήματος εισήχθη το έτος 1954. Στα πρώτα χρόνια δεν προβλεπόταν κάποια φορολογική ελάφρυνση για τα παιδιά, ενώ προβλεπόταν για τις συζύγους. Όμως, τότε η Ελλάδα δεν αντιμετώπιζε δημογραφικό πρόβλημα. Από το 1967 άρχισε ο θεσμός των φορολογικών ελαφρύνσεων για τα παιδιά. Ο θεσμός διατηρήθηκε είτε με τη μορφή της αύξησης του αφορολόγητου ορίου, είτε με τη μορφή της μείωσης του φόρου, έως και το 2012. Από τότε, διεκόπη. Και μία οικογένεια με κανένα παιδί, ή με δύο παιδιά, έχουν ακριβώς την ίδια φορολογική υποχρέωση με μία οικογένεια με 5 παιδιά, ή ακόμη και με μία οικογένεια με 10 παιδιά. Αυτό είναι εξαιρετικά άδικο και παραβιάζει σωρεία συνταγματικών δικαιωμάτων των πολύτεκνων, ενώ παράλληλα επιδεινώνει το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας.

Καταλήγουμε με την επισήμανση δύο εξαιρετικά επειγουσών αναγκών.

ΑΝΑΓΚΗ Νο 1: Να επανέλθει το καθεστώς αύξησης του αφορολόγητου ή μείωσης του φόρου για τις οικογένειες και κυρίως -ή και επαυξημένο- για τις πολύτεκνες οικογένειες. Αυτό θα πρέπει να γίνει άμεσα για τα εισοδήματα του 2015.

ΑΝΑΓΚΗ Νο 2: Να σχεδιαστεί άμεσα και να εφαρμοστεί για τα εισοδήματα του 2016 μία πολιτική που θα ενισχύει την οικογένεια και ακόμη περισσότερο την πολύτεκνη οικογένεια.

Το Κράτος πρέπει να μάθει να χαράσσει μακροπρόθεσμη πολιτική. Δε μπορεί να συνεχίσει να σχεδιάζει διαρκώς βραχυπρόθεσμα με τη λογική του “δος ημίν σήμερον”, ακόμη και μέσα στο σημερινό καθεστώς μειωμένης ανεξαρτησίας στη χάραξη πολιτικής.

Το Κράτος γνωρίζει βέβαια τις δημογραφικές τάσεις και όλα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω. Γνωρίζει ότι η δημογραφική αποψίλωση της χώρας θα δημουργήσει εφιαλτικά προβλήματα στο μέλλον. Όπως γνώριζε άλλωστε ότι η συνεχής συσσώρευση χρέους θα προκαλούσε -όπως και τελικά προκάλεσε- την έκρηξη μίας τεράστιας σε μέγεθος κρίσης.

Ακόμη και μέσα στα πολύ στενά πλαίσια χάραξης πολιτικής που έχει στη διάθεσή της, η χώρα, θα πρέπει -επιτέλους- να θέσει τις “κόκκινες γραμμές” της. Πραγματικές “κόκκινες γραμμές” που θα πρέπει να γνωστοποιήσει προς όλους όσους εμπλέκονται στη διαμόρφωση των μακροοικονομικών μεγεθών σήμερα, ότι είναι απαραβίαστες, ακριβώς επειδή αφορούν σε παράγοντες επιβίωσής μας ως έθνος και ως κοινωνία. Και η “γραμμές” αυτές είναι η κοινωνική στήριξη της οικογένειας και η -πάσει θυσία- στήριξη της δημογραφικής ανάπτυξης.

Στο κάτω – κάτω, αυτός ο μακροπρόθεσμος στόχος εξυπηρετεί τα μέγιστα και τους σημερινούς βραχυπρόθεσμους στόχους της δημοσιονομικής πολιτικής. Θα το θέσω άκομψα, αλλά πρέπει να γίνει κατανοητό από όσους χαράσσουν και υλοποιούν τη δημοσιονομική μας πολιτική. Το Κράτος θα πρέπει να φροντίσει να δημιουργεί φορολογούμενους. Δηλαδή, περισσότερους ανθρώπους που θα εργάζονται, που θα παράγουν εθνικό εισόδημα και ασφαλιστικές εισφορές και φόρους. Παντός είδους φόρους. Φόρους εισοδήματος, φόρους κατανάλωσης και τέλη. Για να το πετύχει αυτό, θα πρέπει σήμερα -σήμερα και όχι αύριο, αύριο θα είναι αργά- να επενδύσει στην ελληνική οικογένεια. Να επενδύσει στους γονείς και να τους δώσει κίνητρα να κάνουν παιδιά. Άλλωστε, η ιστορία -και η λογική- δείχνουν ότι, πάντα, η ανάπτυξη και ευημερία ενός έθνους, ή ακόμη και μίας γεωγραφικής περιοχής, συνδυάζονται με την πληθυσμιακή ανάπτυξη και επάρκεια. Οι περίοδοι κατάπτωσης και υποχώρησης, συνδυάζονται ή και προκαλούνται από την πληθυσμιακή υποχώρηση.

Ο κ. Γιάννης Σιάτρας είναι οικονομολόγος, ιδρυτής και Γενικός Διευθυντής της Ένωσης Φορολογούμενων Ελλάδας και επικεφαλής της Κίνησης Πολιτών “Έλληνες Φορολογούμενοι”

Δείτε την εισήγηση σε βίντεο

Ο Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών κ. Τρύφων Αλεξιάδης απευθύνει χαιρετισμό

Ο Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών κ. Τρύφων Αλεξιάδης απευθύνει χαιρετισμό

 

Οι ομιλητές της ημερίδας

Οι ομιλητές της ημερίδας

 

πηγή: www.forologoumenoi.gr